βάτος 1

βάτος 1
βάτος 1.
Grammatical information: f., m.
Meaning: `bramble, Rubs ulmifolius' (Od.). Also a fish, `skate' (Epich.), because of its spines (Strömberg Fischnamen 47);
Other forms: βάτον n. `blackberry' (D. S.), s. Wackernagel Syntax 2, 17; Schwyzer-Debrunner 30.
Derivatives: βατία (βατιά?) `thicket' (Pi.); βάτιον mulberry on Salamis (Parth.), s. Strömberg Pflanzennamen 53; βατίς `skate' (Epich.) s. Thompson Fishes s. v.; name of a bird (Arist. HA 592b 17: ὄρνις σκωληκοφάγος), cf. Thompson Birds s. v.; name of a plant `Crithmum maritimum' (Plin.); βατόεις `thorny' (Nic.). - Not here Βατίεια = σῆμα Μυρίνης (Β 813) and the PN Βάτεια (Hellanic.), which are rather Illyrian, s. Heubeck Würzburger Jahrbücher 4 (1949-50) 202ff.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Bertoldi Glotta 21, 258ff. points to μαντία `blackberry' given by Dsc. 4, 37 as Dacian, and several other names with ma(n)t-, e.g. Alb. mand(ε) `mulberry'; s. also Fur. 209. A wide-spread word. S. also DELG.
Page in Frisk: 1,226

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατός — passable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτους — βάτος 1 bramble fem acc pl βάτος 2 fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”